Ένας επιστημονικός όρος που χρησιμοποιείται πολύ και απασχολεί, αγχώνει και ταράζει τους γονείς. Με τον συγκεκριμένο όρο αναφερόμαστε σε ένα σύνολο κριτηρίων, τα οποία οφείλει να πληροί το παιδί, ώστε να ανταποκριθεί επαρκώς όχι άριστα, και να θεωρηθεί σχολικά ώριμο ή ικανό. Σύμφωνα με τον επιστήμονα Kern το 1951, η σχολική ωριμότητα είναι το αποτέλεσμα μιας ενδογενούς ωρίμανσης η οποία είναι ατομική – προσωπική και δεν μπορεί να καθοριστεί από εξωτερικές επεμβάσεις .
Στη δεκαετία του ’60 η παραπάνω άποψη, για ενδογενή ωριμότητα, ανατράπηκε από τον Bruner (1966) ο οποίος υποστήριξε ότι η μαθησιακή ετοιμότητα βασίζεται και στην ικανότητα των εκπαιδευτικών να προσαρμόσουν τις ιδέες και τις έννοιες στο εξελικτικό επίπεδο των παιδιών και όχι μόνο στη βιολογική ωριμότητα αυτών. Με την τοποθέτησή του αυτή άλλαξε η αντίληψη για την μοναδικότητα των βιολογικών παραγόντων και προστέθηκε και η επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων.
Στο σήμερα λοιπόν έχουμε καταλήξει στην άποψη ότι, ο βιολογικός παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση και στην απόκτηση της μαθησιακής ετοιμότητας, αλλά δεν είναι ο κυρίαρχος παράγοντας. Η ετοιμότητα για μάθηση δεν είναι μόνο θέμα βιολογικής ωρίμανσης, αλλά επηρεάζεται ουσιαστικά από τον πλούτο ή τη στέρηση περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, οικογενειακών και σχολικών, και από την προσχολική εξάσκηση. Διερευνούμε λοιπόν στο παιδί, τις δεξιότητες της σωματικής του ετοιμότητα, της γνωστικής του ετοιμότητας και την κοινωνικό – συναισθηματική του ετοιμότητα, οι οποίες το καθιστούν δυνατό να επωφεληθεί από την προσφορά της μάθησης του σχολείου και να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του σε μαθησιακό και κοινωνικό επίπεδο (Καψάλης, 2000).
Τόσο ο νηπιαγωγός όσο και οι γονείς καλούνται να απαντήσουν τις ακόλουθες βασικές ερωτήσεις:
1. Έχει το νήπιο τις βασικές κινητικές δεξιότητες για την είσοδο του παιδιού στο Δημοτικό;
2. Κατανοεί και χειρίζεται το γλωσσικό σύστημα ώστε να μπορεί να επικοινωνεί και να αυτοεξυπηρετείται;
3. Κατανοεί κοινωνικές συμβάσεις ώστε να επικοινωνεί με τους γύρω του;
Στη δεκαετία του ’60 η παραπάνω άποψη, για ενδογενή ωριμότητα, ανατράπηκε από τον Bruner (1966) ο οποίος υποστήριξε ότι η μαθησιακή ετοιμότητα βασίζεται και στην ικανότητα των εκπαιδευτικών να προσαρμόσουν τις ιδέες και τις έννοιες στο εξελικτικό επίπεδο των παιδιών και όχι μόνο στη βιολογική ωριμότητα αυτών. Με την τοποθέτησή του αυτή άλλαξε η αντίληψη για την μοναδικότητα των βιολογικών παραγόντων και προστέθηκε και η επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων.
Στο σήμερα λοιπόν έχουμε καταλήξει στην άποψη ότι, ο βιολογικός παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση και στην απόκτηση της μαθησιακής ετοιμότητας, αλλά δεν είναι ο κυρίαρχος παράγοντας. Η ετοιμότητα για μάθηση δεν είναι μόνο θέμα βιολογικής ωρίμανσης, αλλά επηρεάζεται ουσιαστικά από τον πλούτο ή τη στέρηση περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, οικογενειακών και σχολικών, και από την προσχολική εξάσκηση. Διερευνούμε λοιπόν στο παιδί, τις δεξιότητες της σωματικής του ετοιμότητα, της γνωστικής του ετοιμότητας και την κοινωνικό – συναισθηματική του ετοιμότητα, οι οποίες το καθιστούν δυνατό να επωφεληθεί από την προσφορά της μάθησης του σχολείου και να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του σε μαθησιακό και κοινωνικό επίπεδο (Καψάλης, 2000).
Τόσο ο νηπιαγωγός όσο και οι γονείς καλούνται να απαντήσουν τις ακόλουθες βασικές ερωτήσεις:
1. Έχει το νήπιο τις βασικές κινητικές δεξιότητες για την είσοδο του παιδιού στο Δημοτικό;
2. Κατανοεί και χειρίζεται το γλωσσικό σύστημα ώστε να μπορεί να επικοινωνεί και να αυτοεξυπηρετείται;
3. Κατανοεί κοινωνικές συμβάσεις ώστε να επικοινωνεί με τους γύρω του;